- σφιγγόπους
- σφιγγό-πους, ποδος, sphinxfüßig, mit Sphinxfüßen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφιγγόπους — ποδός, ὁ, ἡ, Α αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τα πόδια τής Σφίγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγξ, ιγγός + πούς (πρβλ. σφηνό πους)] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek